- κάρβουνο
- το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον)1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ.νεοελλ.1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας2. (στη ζωγραφική) ειδικός άνθρακας σε σχήμα κονδυλιού που χρησιμοποιείται για σχεδιαγράφηση3. μτφ. (για πρόσ.) επιζήμιος, επικίνδυνος («μην τόν πλησιάζεις, γιατί είναι κάρβουνο»)4. μτφ. έγνοια, βάσανο («καίγεσαι καθημερνό... και κάρβουνα σέ καίσι», Τζάν.)5. φρ. α) «κάθομαι στα κάρβουνα» — είμαι υπερβολικά ανήσυχος, αδημονώ, ανησυχώβ) «κάνει κάρβουνο»(για ατμόπλοιο) ανθρακεύει, προμηθεύεται κάρβουνο για την κίνησή τουγ) «μέ καίνε κάρβουνα» — βασανίζομαι ψυχικά, υποφέρω, έχω βάσανα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ελλ. κάρβων < λατ. carbo, -onis].
Dictionary of Greek. 2013.